αγουρομαζώνω

αγουρομαζώνω
αγουρομαζεύω·.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγουρομαζώνω — αγουρομάζωξα, αγουρομαζωμένος, και αγουρομαζεύω αγουρομάζεψα, αγουρομαζεμένος, αγουροκόβω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγουρομάζωμα — [αγουρομαζώνω] το αγουρόκομμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”